- σφιγγολιποειδής
- -ές, Ν(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σφιγγολιποειδή(βιοχ.) κλάση λιποειδών, δηλ. λιποδιαλυτών συστατικών τών ζωντανών κυττάρων, τα οποία περιέχουν την οργανική αλειφατική αμινο-αλκοόλη σφιγγοσίνη ή μια ουσία δομικά παρόμοια με αυτήν.
Dictionary of Greek. 2013.